- μονοπωλώ
- (Α μονοπωλῶ, -έω) [μονοπώλης]πουλώ κατ' αποκλειστικότητα ένα προϊόν ή εμπόρευμα, έχω το μονοπώλιο ενός προϊόντοςνεοελλ.1. καθιστώ ένα εμπόρευμα μονοπωλιακό2. μτφ. α) αποκτώ ή σφετερίζομαι αποκλειστικά δικαιώματα σε έναν τομέα («μονοπωλεί τις εκπομπές τών ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης»)β) θεωρώ τον εαυτό μου ως μοναδικό κάτοχο μιας ιδιότητας ή είμαι στο επίκεντρο μιας κατάστασης (α. «μονοπωλεί τα πρωτεία» β. «μονοπωλεί τη συζήτηση»).
Dictionary of Greek. 2013.