μονοπωλώ

μονοπωλώ
(Α μονοπωλῶ, -έω) [μονοπώλης]
πουλώ κατ' αποκλειστικότητα ένα προϊόν ή εμπόρευμα, έχω το μονοπώλιο ενός προϊόντος
νεοελλ.
1. καθιστώ ένα εμπόρευμα μονοπωλιακό
2. μτφ. α) αποκτώ ή σφετερίζομαι αποκλειστικά δικαιώματα σε έναν τομέα («μονοπωλεί τις εκπομπές τών ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης»)
β) θεωρώ τον εαυτό μου ως μοναδικό κάτοχο μιας ιδιότητας ή είμαι στο επίκεντρο μιας κατάστασης (α. «μονοπωλεί τα πρωτεία» β. «μονοπωλεί τη συζήτηση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονοπωλώ — μονοπωλώ, μονοπώλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μονοπωλώ — μονοπώλησα, μονοπωλήθηκα, μονοπωλημένος 1. πουλώ κάτι μονοπωλιακά, αποκλειστικά: Το κράτος μονοπωλεί το οινόπνευμα. 2. μτφ., χρησιμοποιώ ή κάνω κάτι αποκλειστικά: Πολλά άτομα μονοπωλούν τον πατριωτισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοπώληση — η [μονοπωλώ] η πώληση ενός προϊόντος ή εμπορεύματος αποκλειστικά και μόνο από έναν οργανισμό, η πράξη τού μονοπωλώ …   Dictionary of Greek

  • αμονοπώλητος — η, ο [μονοπωλώ] 1. αυτός που δεν μονοπωλήθηκε, δεν περιλήφθηκε σε είδη μονοπωλίου 2. αυτός που δεν ανήκει ή δεν μπορεί να ανήκει αποκλειστικά και προνομιακά στους λίγους …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλια — μονοπώλια, ἡ (Α) [μονοπωλώ] το μονοπώλιο, η μονοπώληση, η αποκλειστική πώληση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”